μονοπωλιακός

μονοπωλιακός
η , ό[ν]
1) монопольный;

μονοπωλιακές τιμές — монопольные цены;

2) монополистический;

μονοπωλιακός καπιταλισμός — монополистический капитализм


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μονοπωλιακός" в других словарях:

  • μονοπωλιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μονοπώλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοπώλιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μονοπωλιακός, -ή — ό ο σχετικός με το μονοπώλιο: Μονοπωλιακή κατανάλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατικομονοπωλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο κράτος και στα μονοπώλια ή σχετίζεται με το κράτος και τα μονοπώλια 2. φρ. (οικον.) «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός» στάδιο καπιταλιστικής εξέλιξης που χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη τού κράτους σε σημαντική… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»